- κομματιαστός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. ο κομμένος σε τεμάχια.2. ο κατασκευασμένος με συναρμολόγηση τεμαχίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κομματιαστός — ή, ό [κομματιάζω] 1. κομμένος σε τεμάχια, τεμαχισμένος 2. αυτός που αποτελείται από κομμάτια, συναρμολογημένος από τεμάχια. επίρρ... κομματιαστά 1. κατά τεμάχια 2. με διακοπές … Dictionary of Greek
ακομμάτιαστος — η, ο αυτός που δεν κόπηκε ή δεν μπορεί να κοπεί σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κομματιαστός < κομματιάζω] … Dictionary of Greek
ραχιστός — ή, όν, Α [ῥαχίζω] κομματιαστός, κομματιασμένος … Dictionary of Greek
τμηματώδης — ῶδες, Α [τμῆμα, ατος] κομματιαστός … Dictionary of Greek
τεμαχιστός — ή, ό κομματιαστός, κατακομμένος: Το σουβλάκι γίνεται από τεμαχιστό κρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)